ΜΠρ Χίου 10/2012 – Περιπτώσεις καταχρηστικών τραπεζικών Γ.Ο.Σ. & Έννοια και μορφές καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος
… Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ. 20 § 1 και 25 § 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαιτήσεως του δανειστού. Επομένως, λόγο της ανακοπής του αρ. 933 ΚΠολΔ είναι δυνατόν να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του αρ. 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαίωματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του.
Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέως του δικαιώματος, εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου εκτελέσεως και του επιδιωκομένου σκοπού, με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέως του δικαιώματος ωθείται από κακοβουλία, με αποκλειστικό σκοπό την βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της εκτελέσεως υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτου. Ειδικά δε, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του αρ. 951 § 2 ΚΠολΔ, που αποτελεί έκφανση της, κατά την διάταξη του αρ. 116 ΚΠολΔ, γενικής αρχής περί της απαγορεύσεως καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς και απηχεί την αρχή της αναλογικότητος (αρχή της αναγκαιότητος) και αποσκοπεί στην αποτροπή της υπερβολικής καταπιέσεως του οφειλέτου από την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ευρίσκονται σε δυσαναλογία εν σχέσει προς την απαίτηση, επιβάλλεται περιορισμός, προς προστασία του οφειλέτου – καθ’ ου η κατάσχεση από τον κίνδυνο της κατασχέσεως και του πλειστηριασμού πραγμάτων περισσοτέρων από όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση των δανειστών και των εξόδων της εκτελέσεως.
Ο περιορισμός της καταχρηστικής ασκήσεως της αξιώσεως για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητος των πράξεων της αναγκαστικής κατασχέσεως πράγματος του οφειλέτου αξίας δυσαναλόγως μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξιώσεως του επισπεύδοντος ή της κατασχέσεως ορισμένου πράγματος, όταν υπάρχουν άλλα αντικείμενα δεκτικά κατασχέσεως που υπερκαλύπτουν το ποσόν της εκτελουμένης αξιώσεως ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα της κυριότητος του καθ’ ου, μικρότερης αξίας που υπερκαλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντος. Επί πλέον δε, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, εάν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που είναι δυνατόν να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010, ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ», τόμος Ε’, αρ. 951 ΚΠολΔ, §§ 13-14, σελ. 664-665, Β’ συμπληρωματικός τόμος, αρ. 951 ΚΠολΔ, § 3, σελ. 898, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος Β’, αρ. 951 ΚΠολΔ. § 4, σελ. 1835-1836, Π. Γέσιον – Φαλτσή «Δίκαιο Αναγκαστικής εκτελέσεως», τόμος Α’, σελ. 154 επ., 160 επ., 572 επ., 566-567). Εάν μεν η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του αρ. 281 ΑΚ αναφέρεται στην εγκυρότητα του ίδιου του εκτελεστού τίτλου, συνιστά ουσιαστικό ελάττωμα του, με την επιδίωξη εκτελέσεως δια τίτλου τυπικώς μεν έγκυρου, ο οποίος, όμως, επιτεύχθηκε αντιθέτως προς το αρ. 281 ΑΚ, ο δε σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του αρ. 934 § Ια’ ΚΠολΔ.
Εάν η αντίθεση στα κριτήρια του αρ. 281 ΑΚ αφορά στην απαίτηση ή στην διαδικασία της εκτελέσεως, ο λόγος της ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του αρ. 934 § Ιβ’ ΚΠολΔ, δηλαδή έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτελέσεως, η οποία, προκειμένου περί ικανοποιήσεως χρηματικών απαιτήσεων, είναι, κατά το αρ. 934 § 2 ΚΠολΔ. η σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως (Ολ.ΑΠ 1/2009, ΑρχΝ 2009, σελ. 708. Ολ.ΑΠ 49/2005, Δ/νη 2006, σελ. 80, ΑΠ 1333/2009. ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 935/ 2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 95/2006, Δ/νη 2006. σελ. 475, ΕφΑΘ 3888/2007, ΕΦΑΔ 2008, σελ. 827, ΕφΑΘ 2337/2007, ΕΔΑΔ 2008, σελ. 471, ΕφΔωδ 17/2005, ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ», τόμος Ε’, αρ. 933 ΚΠολΔ, § 47, σελ. 387-388, § 124, σελ. 410, αρ. 934 ΚΠολΔ, § 25, σελ. 425-426, τόμος Η’. § 10, σελ. 962). Περαιτέρω δε, κατά την διάταξη του αρ. 2 § 6 ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ο νόμος αυτός ισχύει, ορίζεται ότι, οι γενικοί όροι συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι, άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα την διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτού.
Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπ’ όψιν η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά την σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία εξαρτάται. Κατά δε την § 7 του ίδιου πιο, πάνω άρθρου, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι ΓΟΣ, που. μεταξύ άλλων … ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσεως ή τροποποιήσεως της συμβάσεως χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στην σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή… ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτού … κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις … κζ) αναστρέφουν το βάρος απόδειξης σε βάρος του καταναλωτού ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα … λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση.
Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται, άνευ ετέρου, από τον νόμο, ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας του αρ. 2 § 6 ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση, του γενικού κανόνα του αρ. 281 Α Κ με τα αναφερόμενα σ’ αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρό-τητος ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπ’ όψιν, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτού με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επιτεύξεως σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διαταράξεως της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει, για την συγκεκριμένη σύμβαση.
Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτού, είναι δυνατόν να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως. Προς τούτο λαμβάνονται υπ’ όψιν τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στην συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτού, για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτού για κατάργηση του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα ήταν δυνατόν κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς είναι δυνατόν κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επελεύσεως του κινδύνου με δικές του ενέργειες.
Οι Γ.Ο.Σ., τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (Εφ. 776/2006, Δ/νη 2006, σελ. 1.499, ΕφΘεσ 422/2004, ΠΕΙΡ-ΝΟΜ 2005, σελ. 243). Επί πλέον, η παροχή πιστώσεων από πιστωτικά ιδρύματα επιβαρύνεται κατά κανόνα, με την λεγομένη ειδική εισφορά του ν. 128/1975, που αποτελεί ουσιαστικά οικονομικό βάρος – φόρο, με υποκείμενο τα πιστωτικά ιδρύματα και αντικείμενο τις πάσης φύσεως απαιτήσεις τους από την παροχή πιστώσεων και τρόπο υπολογισμού τον ίδιο με εκείνο των τόκων. Ο φόρος αυτός, καταβαλλόμενος από τις Τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος και φερόμενος σε πίστωση ειδικού λογαριασμού, εισπράττεται από το Δημόσιο, αποτελώντας έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού. Περαιτέρω δε, κατά την ορθότερη άποψη, επειδή η εισφορά του ν. 128/1975 αποτελεί δημοσιονομικό βάρος που επιβαρύνει τις Τράπεζες, έναντι των πιστώσεων που παρέχουν στο κοινωνικό σύνολο και από τις οποίες κερδοσκοπούν, το βάρος τούτο ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να μετατεθεί τυπικά στους άλλους κοινωνικούς εταίρους, επειδή, μόνον τυπικός νόμος και όχι σύμβαση, είναι δυνατόν να επιβάλλει φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος σε πολίτες (αρ. 78 Συντ.) και ως εκ τούτου, η κατά κυριολεξία μετάθεση του φόρου, θα σήμαινε τουλάχιστον καταστρατήγηση του νόμου, που προέβλεψε για συγκεκριμένο λόγο την εισφορά.
Ειδικά δε, η χωριστή επιβάρυνση του πιστολήπτου με επιτόκιο και εισφορά, δημιουργώντας σ’ αυτόν την πεπλανημένη αντίληψη περί των βαρών του. είναι πράγματι δυνατόν να θεωρηθεί ως καταχρηστικός όρος, επειδή πλήττει την οφειλομένη διαφάνεια στην σχέση, μη προσδιορίζοντας με τρόπο ορισμένο και σαφή την παροχή του πιστολήπτου και ιδίως, την αιτία της. Επί πλέον, όταν το συμφωνημένο επιτόκιο ευρίσκεται στο ανώτατο επιτρεπόμενο -διοικητικά καθορισμένο ή άλλως πως προκύπτον όριο, η προσθήκη σ’ αυτό της εισφοράς, λογιζόμενη ως τόκος, κατά την διάταξη του αρ. 293 ΑΚ και συνιστώντας υπέρβαση του θεμιτού ορίου, θα επιφέρει την ακυρότητα της υπερβάσεως (αρ. 294 ΑΚ) και συνιστά τοκογλυφία. Το καθοριζόμενο δε, στον ν. 128/1975 μοναδικό σαφές υποκείμενο είναι τα πιστωτικά ιδρύματα και μόνον κατ’ εξαίρεση, ο πιστολήπτης, σε περίπτωση λήψεως πιστώσεως στην αλλοδαπή. Ούτως, ουδεμία εισφορά είναι δυνατόν να επιβάλλεται ή να μετακυλίεται στον πιστολήπτη ως πρόσθετη διακεκριμένη επιβάρυνση. Ο πιστολή-πτης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει μόνον τους συμφωνημένους τόκους, με βάση συγκεκριμένο επιτόκιο. Η εισφορά του ν. 128/1975 δεν τον αφορά (Σπ. Ψυχομάνη «Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο Τραπεζικών συμβάσεων», §§ 614, 620, 622, σελ. 257-258).
(ΠΗΓΗ: WWW.NB.ORG)